inundate
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
English > Greek (Woodhouse)
v. trans.
Ar. and P. κατακλύζειν. Met., overwhelm: P. and V. κατακλύζειν. The sea forming into a wave inundated part of the city: P. ἡ θάλασσα . . . κυματωθεῖσα ἐπῆλθε τῆς πόλεως μέρος τι (Thuc. 3, 89).