δυσαρέστως
From LSJ
τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears
French (Bailly abrégé)
adv.
désagréablement.
Étymologie: δυσάρεστος.
Spanish
Russian (Dvoretsky)
δυσαρέστως: с неудовольствием: δυσαρέστως ἔχειν πρός τι Plut. быть раздраженным чем-л.