ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws
subs.
P. λιθολόγος, ὁ, Ar. and P. λιθουργός, ὁ. Mason's shop: P. λιθουργεῖον, τό. Mason's tools: P. σιδήρια λιθουργά, τά (Thuc. 4, 4).