ναυάγιον

Revision as of 16:25, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

Ion. ναυήγιον, τό, A piece of wreckage, Men.536.9, Arist.Pr.932a1: mostly in plural, A.Pers.420, Hdt.7.191, 8.12, al., Lys.2.38, Th.1.50, etc.; πολλοὺς ἀριθμοὺς ἄγνυται ναυαγίων, i. e. is shivered into a thousand pieces, E.Hel.410: metaph., ν. ἱππικά wreck of an overturned chariot, S.El.730, 1444; ἀνδρῶν δαιτυμόνων ν. the wreck of a feast, Choeril.9; τὰ ν. τῆς πόλεως Demad. ap. Plu.2.803a; ν. οἴκων ib. 517f. II later, = ναυαγία, ναυαγίῳ περιπεσεῖν Str.4.1.7.

German (Pape)

[Seite 230] τό, ion. ναυήγιον, Schiffstrümmer, Wrack; ἐρειδόμενον ναυαγίοις, Pind. I. 1, 36, richtiger ναυαγίαις (vgl. ἐρείδω); Tragg., θάλασσα ναυαγίων πλήθουσα, Aesch. Pers. 412; Eur. Hec. 417. 514; u. in Prosa, ναυήγια Her. 7, 191. 8, 18 u. öfter; τὰ ναυάγια ἀνελκύσαντες, Thuc. 7, 23; ναυαγίων ἐκράτησαν, Zeichen der gewonnenen Seeschlacht, 4, 14; πρὸς τὰ ναυάγια καὶ τοὺς νεκροὺς ἐτράποντο, 1, 50; auch ἀναιρεῖσθαι τὰ ναυάγια, wie die Todten, Xen. Hell. 1, 7, 10 u. Folgde; ποιεῖσθαι τὸν ὅρμον ἐπὶ τῶν ναυαγίων, Pol. 16, 8, 2; ἐπὶ λεπτοῦ ναυαγίου διαφερόμενος, Plut. Pomp. 32; u. übertr. auf andere Dinge, von Wagentrümmern, ἐπίμπλατο ναυαγίων Κρισσαῖον ἱππικῶν πέδον, Soph. El. 730, wie Choeril. bei Ath. XI, 464 b den zerbrochenen Becher ἀνδρῶν δαιτυμόνων ναυάγιον nennt; Plut. oft. – Bei Sp. auch = ναυαγία, vgl. Lob. Phryn. 519.

Greek (Liddell-Scott)

ναυάγιον: [ᾱ], Ἰων. ναυήγιον, τό, λείψανον πλοίου συντριφθέντος, Μέναδρ. ἐν Ἀδήλ. 7. 9, Ἀριστ. Προβλ. 23. 5· τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 7. 191., 8. 12, κ. ἀλλ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 420, Λυσ. 194. 18, Θουκ. 1. 50· ναῦς δὲ πρὸς πέτρας πολλοὺς ἀριθμοὺς ἄγνυται ναυαγίων, θραύεται εἰς χίλια τεμάχια, Εὐρ. Ἑλ. 410· μεταφορ., ναυάγια ἱππικά, τὰ συντρίμματα ἀνατραπέντος ἅρματος, Σοφ. Ἠλ. 730, 1444· ἀνδρῶν δαιτυμόνων ναυάγιον, λείψανον εὐωχίας, ἐπὶ τεθραυσμένης κύλικος, Χοιρίλ. σ. 165, ἔνθα ἴδε Näke· τὰ ναυάγια τῆς πόλεως Δημάδ. παρὰ Πλουτ. 2. 803Α, πρβλ. 517F. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ ναυαγία, ἡ, Στράβ. 183· πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 519.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 débris d’un naufrage d’ord. au plur., épave;
2 naufrage.
Étymologie: ναυαγός.

Greek Monotonic

ναυάγιον: [ᾱ], τό, Ιων. ναυήγιον,
I. απομεινάρι, λείψανο ναυαγισμένου πλοίου, σε Ηρόδ., Αισχύλ., Θουκ.· μεταφ., ναυάγια ἱππικά, συντρίμμια άρματος που ανατράπηκε, σε Σοφ.
II. αντί ναυαγία, , σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

ναυάγιον: ион. ναυήγιον (ᾱγ) τό (преимущ. pl.)
1) остатки разбитого корабля, обломок от кораблекрушения (θάλασσα ναυαγίων πλήθουσα Aesch.);
2) обломок: ναυάγια ἱππικά Soph. обломки разбитых колесниц;
3) перен. крушение, гибель (τῆς πόλεως, οἴκων Plut.).

Middle Liddell


I. a piece of wreck, Hdt., Aesch., Thuc.: metaph., ναυάγια ἱππικά the wreck of a chariot, Soph.
II. = ναυαγία, Strab. [from ναυᾱγός]