ναυαγία
ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children
English (LSJ)
Ion. ναυηγίη, ἡ, shipwreck, Hdt.7.190,192, al., E.Hel.1070, etc.; ναυαγίᾳ χρῆσθαι, περιπίπτειν, Luc.VH2.35, Tox. 2: in plural, Pi.I.1.36 (s.v.l.); ἐν χειμῶνι καὶ ναυαγίαις Ar.Th.873.
German (Pape)
[Seite 230] ἡ, ion. ναυηγίη, Schiffbruch; Her. 7, 190. 192 u. öfter; auch Pind. (s. das Folgde); ἐκ ναυαγίας ἔφυγον, Eur. Hel. 1076; Dem. 18, 194; Sp., ναυαγίᾳ χρησάμενος, als er Schiffbruch gelitten, Luc. V. H. 2, 35; auch ναυαγίᾳ περιπεσεῖν, Tox. 2.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
naufrage.
Étymologie: ναυαγός.
Russian (Dvoretsky)
ναυᾱγία: ион. ναυηγίη ἡ кораблекрушение Her. ναυαγίᾳ χρῆσθαι или περιπίπτειν Luc. терпеть кораблекрушение.
Greek (Liddell-Scott)
ναυᾱγία: Ἰων. ναυηγίη, ἡ, ναυάγιον, «καραβοτσάκισμα», Ἡρόδ. 7. 190, 192, κ. ἀλλ., Εὐρ. Ἑλ. 1070, κτλ.· ναυαγίᾳ χρῆσθαι, περιπίπτειν Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 35, Τόξ. 2· ἐν τῷ πληθ., Πινδ. Ι. 1. 52· ἐν χειμῶνι καὶ ναυαγίαις Ἀριστοφ. Θεσμ. 873.
English (Slater)
ναυᾱγία shipwreck, met.? ἄρουραν· ἅ νιν ἐρειδόμενον ναυαγίαις ἐξ ἀμετρήτας ἁλὸς ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ (I. 1.36)
Greek Monolingual
ναυαγία και ιων. τ. ναυηγίη, ἡ (Α) ναυαγός
συντριβή πλοίου, καραβοτσάκισμα, ναυάγιο («ἐν χειμῶνι καὶ ναυαγίαις», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
ναυᾱγία: ἡ, Ιων. ναυηγίη, ναυάγιο, σε Ηρόδ., Ευρ.
Translations
shipwreck
Breton: peñse; Bulgarian: корабокрушение; Catalan: naufragi; Czech: ztroskotání; Danish: forlis, skibbrud, skibsforlis; Dutch: schipbreuk; Erzya: венчколамо; Finnish: haaksirikko; French: naufrage; Galician: naufraxe, naufraxio; German: Schiffbruch; Greek: ναυάγιο; Ancient Greek: ἁλιφθορία, ἀλιφθορίη, ναυαγία, ναυαγίη, ναυφθορία, ἔκπτωσις, περιτροπή, φθορά, φθορή; Hungarian: hajótörés; Ingrian: haaveri; Italian: naufragio; Latin: naufragium; Macedonian: бродолом; Maori: waka papaea, paeārautanga; Norman: naûfrage; Norwegian Bokmål: skipsvrak; Nynorsk: skipsvrak; Old English: sċipġebroc; Plautdietsch: Scheppbruch; Portuguese: naufrágio; Romanian: naufragiu; Russian: кораблекрушение; Serbo-Croatian: brȍdolom; Spanish: naufragio; Swedish: skeppsbrott, förlisning; Ukrainian: корабельна аварія, аварія корабля