περιεσκεμμένος
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
Russian (Dvoretsky)
περιεσκεμμένος: [part. pf. к περισκέπτομαι
1) внимательно исследующий Sext.;
2) осмотрительный, благоразумный Luc.
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
περιεσκεμμένος: [part. pf. к περισκέπτομαι
1) внимательно исследующий Sext.;
2) осмотрительный, благоразумный Luc.