осмотрительный
From LSJ
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
Russian > Greek
περιεσκεμμένος, ἀσφαλής, ἀμφοτερόβλεπτος, προμηθής, προμαθής, εὐλαβής, εὐλαβητικός, πρόνοος, πρόνους, προνοητικός, πρόσκοπος, προμηθεύς, προμαθεύς, φραδής