осмотрительный
From LSJ
ἀλλ' οὐδὲν δεῖ παρὰ τὸν βωμόν σε βουλεύειν → better safe than sorry
Russian > Greek
περιεσκεμμένος, ἀσφαλής, ἀμφοτερόβλεπτος, προμηθής, προμαθής, εὐλαβής, εὐλαβητικός, πρόνοος, πρόνους, προνοητικός, πρόσκοπος, προμηθεύς, προμαθεύς, φραδής