profitably
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
adv.
P. κερδαλέως, λυσιτελούντως. Beneficially: P. συμφόρως, χρησίμως, ὠφελίμως, συμφερόντως. Well: P. and V. εὖ, καλῶς. Conveniently: P. and V. προὔργου.
adv.
P. κερδαλέως, λυσιτελούντως. Beneficially: P. συμφόρως, χρησίμως, ὠφελίμως, συμφερόντως. Well: P. and V. εὖ, καλῶς. Conveniently: P. and V. προὔργου.