ἀσυλλογίστως
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
French (Bailly abrégé)
adv.
ἀσυλλογίστως ἔχειν τινός PLUT sans raisonner sur qch.
Étymologie: ἀσυλλόγιστος.
Russian (Dvoretsky)
ἀσυλλογίστως:
1 непоследовательно, нелогично (λέγειν Arst.);
2 в неведении: ἀ. ἔχειν τινός Plut. совершенно не знать чего-л.