κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
adv.docilement.Étymologie: εὐήνιος.
εὐηνίως: послушно, покорно, кротко (προσδιαλέγεσθαι Plat.; δέχεσθαι τὴν μάθησιν Plut.).