εὐηνίως

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
docilement.
Étymologie: εὐήνιος.

Russian (Dvoretsky)

εὐηνίως: послушно, покорно, кротко (προσδιαλέγεσθαι Plat.; δέχεσθαι τὴν μάθησιν Plut.).