ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
adv.paresseusement, péniblement.Étymologie: δύσεργος.
δυσέργως: с трудом, вяло (κινεῖσθαι Plut.).
penosamente