διασπαρακτός
English (LSJ)
ή, όν, torn to pieces, E.Ba.1220, Ael.NA12.7.
German (Pape)
[Seite 603] zerrissen, Eur. Bacch. 1218.
Greek (Liddell-Scott)
διασπαρακτός: -ή, -όν, κατεσπαραγμένος, εἰς τεμάχια κατεσχισμένος, Εὐρ. Βάκχ. 1220, Αἰλ. π. Ζ. 12. 7.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
mis en lambeaux, déchiré.
Étymologie: διασπαράσσω.
Spanish (DGE)
(διασπᾰρακτός) -ή, -όν
despedazado, destrozado del cuerpo de Penteo, E.Ba.1220
•troceado, descuartizado διασπαρακτὰ κεῖται (κρέα βοῶν) γυμνὰ ὀστῶν Ael.NA 12.7.
Greek Monotonic
διασπᾰρακτός: -ή, -όν, ξεσχισμένος σε κομμάτια, κατακρεουργημένος, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διασπαρακτός -ή -όν [διασπαράττω] aan stukken gescheurd.
Russian (Dvoretsky)
διασπᾰρακτός: разорванный на части, растерзанный (σῶμα Πενθέως Eur.).
Middle Liddell
adj [from διασπᾰράσσω]
torn to pieces, Eur.