δεξιόγυιος

Revision as of 22:05, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, (δεξιός IV) ready of limb, Pi.O.9.111.

German (Pape)

[Seite 546] ἀνήρ, mit geschickten Gliedern, Pind. Ol. 9, 111.

Greek (Liddell-Scott)

δεξιόγυιος: -ον, (δεξιός ΙΙΙ) ἕτοιμα καὶ πρόθυμα μέλη ἔχων Πίνδ. Ο. 9. 164.

English (Slater)

δεξιόγυιος
   1 lithe of limb ὤρυσαι θαρσέων, τόνδ' ἀνέρα δαιμονίᾳ γεγάμεν εὔχειρα, δεξιόγυιον pr. (O. 9.111)

Spanish (DGE)

-ον
de miembros diestros, dispuestos o ágiles Pi.O.9.111.

Greek Monolingual

δεξιόγυιος, -ον (Α)
όποιος έχει επιδέξια μέλη του σώματος, ο ευκίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός «επιδέξιος» + γυῑον «μέλος του σώματος»].

Russian (Dvoretsky)

δεξιόγυιος: ловкий, проворный (ἀνήρ Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεξιόγυιος -ον [δεξιός, γυῖον] met behendige ledematen.