καρπαλίμως
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (Autenrieth)
French (Bailly abrégé)
adv.
rapidement, promptement.
Étymologie: καρπάλιμος.
Russian (Dvoretsky)
καρπᾰλίμως: быстро, стремительно (φέρειν τι Hom.).