κραταίπιλος

Revision as of 11:32, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον, with strong felt (πῖλος), A.Fr.430.

Greek (Liddell-Scott)

κραταίπῑλος: -ον, ἔχων ἰσχυρὸν πῖλον, Αἰσχύλ. ἐν Ἀνεκ. Ὀξ. 2. 318.

Greek Monolingual

κραταίπιλος, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχυρό πίλο, δηλ. γερή εσωτερική επένδυση περικεφαλαίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος) + πῖλος «καπέλο»].

Russian (Dvoretsky)

κρᾰταίπῑλος: с обильными волосами, густоволосый Aesch.