καπέλο

From LSJ

καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλοννικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)

Source

Greek Monolingual

το
1. κάλυμμα του κεφαλιού, πίλος
2. αύξηση της τιμής προϊόντος πέρα από το νόμιμο για κερδοσκοπία
3. φρ. «του βγάζω το καπέλο» — τον αναγνωρίζω ως καλύτερο, τον σέβομαι και τον εκτιμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. capello].