καπέλο

From LSJ

Greek Monolingual

το
1. κάλυμμα του κεφαλιού, πίλος
2. αύξηση της τιμής προϊόντος πέρα από το νόμιμο για κερδοσκοπία
3. φρ. «του βγάζω το καπέλο» — τον αναγνωρίζω ως καλύτερο, τον σέβομαι και τον εκτιμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. capello].