επένδυση

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek Monolingual

η (Μ ἐπένδυσις) επενδύω
νεοελλ.
1. επικάλυψη ενός αντικειμένου με στρώμα από άλλο υλικό («επένδυση τοίχου»)
2. το επίστρωμα («καταστράφηκε η επένδυση της εικόνας»)
3. η συγκράτηση τών πλευρών ενός έργου με κλαδιά ή άλλο πρόχειρο υλικό για να αποφευχθεί πτώση χωμάτων
4. φρ. «εσωτερική επένδυση» — φόδρα
5. (οικον.) η δημιουργία νέου παραγωγικού κεφαλαίου
μσν.
επενδύτης.