μοναδικῶς
From LSJ
French (Bailly abrégé)
adv.
isolément, individuellement.
Étymologie: μοναδικός.
Russian (Dvoretsky)
μονᾰδικῶς: отдельно, в отдельности Plut.
adv.
isolément, individuellement.
Étymologie: μοναδικός.
μονᾰδικῶς: отдельно, в отдельности Plut.