μοναδικός

English (LSJ)

μοναδική, μοναδικόν,
A consisting of abstract units, μ. τοὺς ἀριθμοὺς πάντες τιθέασι, πλὴν τῶν Πυθαγορείων Arist.Metaph.1080b30; μ. ἀριθμός abstract number, Id.EN1131a30, cf. Metaph.1092b20. Adv. μοναδικῶς Ph.2.19, Plu.2.744e.
II solitary,opp. ἀγελαῖος, ζῷα Arist.HA 488a1, 623b10.
III unique, individual, φύσις, of the κόσμος, Ph. 1.7.
2 unitary, monadic, Procl.Inst.108, Dam.Pr.54.
IV Gramm., having a single form, μ. κατὰ τριγένειαν having one termination for all three genders, A.D.Adv.141.24, cf. Pron.11.29; μ. ἐγκλιτικαί, of σφε and μιν, Id.Synt.169.20; τὸ μ. indeclinability, ib.33.25.

German (Pape)

[Seite 201] einfach, ἀριθμός, Arist. eth. 5, 3, die Einheit; – einzeln, einsam, von Tieren, im Gegensatz von ἀγελαῖος, Arist. H. A. 1, 1; für sich, ἑκάστη, Plut. Symp. 4, 14.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne l'unité ; ὁ μοναδικὸς ἀριθμός l'unité ; t. de gramm. qui n'a qu'une forme (pour le masc. et le fém.);
2 isolé, solitaire.
Étymologie: μονάς.

Russian (Dvoretsky)

μονᾰδικός:
1 основанный на единице, состоящий из единиц (ἀριθμοί Arst.);
2 отвлеченный (ἀριθμός Arst.);
3 живущий одиноко, нестадный (ζῷα Arst.);
4 одиночный, единичный (στιγμή Arst.);
5 грам. имеющий лишь одну родовую форму (напр. ἐγώ).

Greek (Liddell-Scott)

μονᾰδικός: -ή, -όν, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ μονάδων, ὁ τεθεμελιωμένος ἐπὶ τῆς μονάδος, μον. τοὺς ἀριθμοὺς πάντες τιθέασι, πλὴν τῶν Πυθαγορείων Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 17. 6, 11· μ. ἀριθμός, ἀφῃρημένος ἀριθμός, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς ἀριθμὸν προσώπων ἢ πραγμάτων, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικομ. 5. 3, 8· πρβλ. Εὐκλ. 7. ὁρισμ. 2 (ἀριθμὸς τὸ ἐκ μονάδων συγκείμενον πλῆθος)· -Ἐπίρρ. -κῶς, Πλούτ. 2. 744Ε. ΙΙ. μόνος, ἀντίθετον τῷ ἀγελαῖος (κατ’ ἀγέλας ζῶν), ζῷα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1 1, 23., 9. 40. 2 2) = μοναστικός. Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ μοναδικός, -ή, -όν) μονάς
αυτός που αποτελεί μονάδα, ένας και μόνος, αποκλειστικός («το μοναδικό βιβλιοπωλείο που υπάρχει στις Καρυές δείχνει με τα βιβλία του τί είναι στο Όρος το πνεύμα», Παπαντ.)
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) αυτός που είναι ασύγκριτος στο είδος του, σπάνιος, εξαίρετος, απαράμιλλος («μοναδική γυναίκα»)
μσν.-αρχ.
μοναστικός, μοναχικός
μσν.
(το ουσ. ως ουσ.) τὸ μοναδικόν
ο πληθυσμός που μονάζει
αρχ.
1. αυτός που είναι θεμελιωμένος στη μονάδα ή αυτός που αποτελείται από αφηρημένες μονάδες («μοναδικοὺς τοὺς ἀριθμοὺς πάντες τιθέασι, πλὴν τῶν Πυθαγορείων», Αριστοτ.)
2. αυτός που ζει απομονωμένος
3. ο ανύπαντρος
4. ο ατομικός
5. ενιαίος
6. γραμμ. αυτός που έχει έναν μόνο τύπο
7. το ουδ. ως ουσ. γραμμ. το άκλιτο.
επίρρ...
μοναδικώς και -ά (Α μοναδικώς)
με μοναδικό τρόπο («τραγουδά μοναδικά»)
(μνσ.-αρχ.) α) κατά μονάδα
β) μία μόνο φορά.

Greek Monotonic

μονᾰδικός: -ή, -όν (μονάς), αυτός που αποτελείται από μονάδες, μοναδικὸς ἀριθμός, η αφηρημένη έννοια του αριθμού, σε Αριστ.

Middle Liddell

μονᾰδικός, ή, όν μονάς
consisting of units, μ. ἀριθμός abstract number, Arist.