ἀνείσοδος

Revision as of 10:15, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, without entrance or access, Plu.Dio7, Pyrrh.29.

German (Pape)

[Seite 220] unzugänglich, Plut. Dion. 7 σπουδαίοις ἀνδράσιν αὐλή; vgl. Pyrrh. 29.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνείσοδος: -ον, ἀπρόσιτος, ἀπροσπέλαστος, σπουδαίοις ἀνδράσι: ἄβατον καὶ ἀνείσοδον οὖσαν [τὴν αὐλὴν] Πλουτ. Δίων 7, ἀνείσοδον ἔσεσθαι τὴν πόλιν, ὅτι δὲν θὰ δυνηθῇ νὰ εἰσέλθῃ εἰς αὐτήν, Πύρρ. 29.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inaccessible.
Étymologie: , εἴσοδος.

Spanish (DGE)

-ον
desprovisto de entrada, αὐλή Plu.Dio 7, πόλις Plu.Pyrrh.29.

Greek Monolingual

ἀνείσοδος, -ον (Α)
απρόσιτος, απροσπέλαστος.

Greek Monotonic

ἀνείσοδος: -ον, αυτός που δεν έχει είσοδο ή πρόσβαση, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνείσοδος: неприступный, недоступный (πόλις, αὐλή Plut.).

Middle Liddell

without entrance or access, Plut.