συλλογιστικῶς
From LSJ
Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)
French (Bailly abrégé)
adv.
en raisonnant.
Étymologie: συλλογιστικός.
Russian (Dvoretsky)
συλλογιστικῶς: силлогистически (λέγειν Arst.).