ἀνομοιοβαρής

From LSJ
Revision as of 10:15, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνομοιοβᾰρής Medium diacritics: ἀνομοιοβαρής Low diacritics: ανομοιοβαρής Capitals: ΑΝΟΜΟΙΟΒΑΡΗΣ
Transliteration A: anomoiobarḗs Transliteration B: anomoiobarēs Transliteration C: anomoiovaris Beta Code: a)nomoiobarh/s

English (LSJ)

ές, of unevenly distributed weight, Arist.Cael.273b23.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνομοιοβᾰρής: -ές, ὁ ἔχων ἄνισον βάρος, Ἀριστ. Οὐρ. 1. 6, 8.

Spanish (DGE)

-ές
que tiene el peso desigualmente distribuido τὸ μέγεθος Arist.Cael.273b23.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀνομοιοβαρής)
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει ίσο βάρος με άλλον, ανισοβαρής
αρχ.
αυτός του οποίου το βάρος είναι άνισα κατανεμημένο.

Russian (Dvoretsky)

ἀνομοιοβᾰρής: неодинакового веса Arst.