ἀξιέπαινος

Revision as of 10:17, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, praiseworthy, Id.Cyr. 3.3.6, D.61.15; χρῆμα, of a dead ox, Ael.NA2.57, etc.: Sup. -ότατος X.HG4.4.6. Adv. -νως Apollon. Vit.Aeschin.11.

German (Pape)

[Seite 269] dasselbe, Xen. a. a. O. ἀξιεπαινότατος, vgl. Cyr. 3, 3, 6 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀξιέπαινος: -ον, ὁ ἄξιος ἐπαίνου, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 6, κτλ. ― Ὑπερθ. -ότατος ὁ αὐτ. Ἑλλ. 4. 4, 6. ― Ἐπίρρ. -νως Ἀπολλ. Βί. Αἰσχίν. 16, σ. 43.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
digne de louange.
Étymologie: ἄξιος, ἔπαινος.

Spanish (DGE)

-ον
1 digno de alabanza βασιλεύς X.Ages.1.37, τελευτή X.HG 4.4.6, τὸ μέρος X.Cyr.3.3.6, χρῆμα Ael.NA 2.57, cf. D.61.15, Fauorin.de Ex.2.5.
2 adv. -ως en forma digna de alabanza ἀ. ἐμαχέσατο Apollon.Vit.Aeschin.11.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἀξιέπαινος, -ον)
ο άξιος επαίνου, αυτός που αξίζει να επαινεθεί.

Greek Monotonic

ἀξιέπαινος: -ον, άξιος επαίνου, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀξιέπαινος: достойный похвалы Xen.

Middle Liddell

praiseworthy, Xen.