διαβλάστησις
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
εως, ἡ,
A germination, Thphr.CP2.17.10.
Greek (Liddell-Scott)
διαβλάστησις: -εως, ἡ, τὸ ἐξάγειν ἢ ἀναδίδειν βλαστάρια, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 2. 17, 10.