revolution
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
subs.
Revolving motion: P. φορά, ἡ, περιτροπή, ἡ, περιαγωγή, ἡ, Ar. and P. περιφορά, ἡ, P. and V. στροφή, ἡ. Cycle: P. and V. κύκλος, ὁ, P. περίοδος, ἡ, V. περιδρομή, ἡ. Political upheaval: P. νεωτερισμός, ὁ, μετάστασις, ἡ. Faction: P. and V. στάσις, ἡ, P. στασιασμός, ὁ. Change: P. and V. μεταβολή, ἡ, μετάστασις, ἡ, V. ξένωσις, ἡ. Cause a revolution: P. νεωτερίζειν, νεώτερόν τι ποιεῖν.