περιτρέφομαι
From LSJ
Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn
Greek Monotonic
περιτρέφομαι: Παθ., περιτρέφεται κυκόωντι, (το γάλα) πήζει καθώς το ανακατεύεις σε Ομήρ. Ιλ.· σακέεσσι περιτρέφετο κρύσταλλος, ο πάγος παγώνει, πήζει πάνω στις ασπίδες, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
περιτρέφομαι: густеть, твердеть: σακέεσσι περιτρέφετο κρύσταλλος Hom. на щитах кругом образовался лед; γάλα περιτρέφεται Hom. молоко свертывается.
Middle Liddell
Pass., περιτρέφεται κυκόωντι [the milk forms curds as you mix it, Il.; σακέεσσι περιτρέφετο κρύσταλλος the ice froze hard upon the shields, Od.