διατέρπομαι
From LSJ
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
English (LSJ)
take one's pleasure with, γυναικί App.Mith.27.
Spanish (DGE)
divertirse con, gozar de c. dat. γυναικί App.Mith.27.
Greek Monolingual
διατέρπομαι (Α)
έχω ευχάριστες σχέσεις με κάποιον.