διαγνωστικός

From LSJ
Revision as of 09:15, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαγνωστικός Medium diacritics: διαγνωστικός Low diacritics: διαγνωστικός Capitals: ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diagnōstikós Transliteration B: diagnōstikos Transliteration C: diagnostikos Beta Code: diagnwstiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A able to distinguish, ἀληθῶν καὶ ψευδῶν λόγων S.E.P.2.229, cf. Luc.Salt.74; δ. καὶ διακριτικός Id.Herm.69, cf. Gal.UP5.10; δ. θεωρία Id.1.271; δ. σημεῖα, opp. προγνωστικά, ib. 313.    II belonging to a διάγνωσις 11, ὑπομνήματα PLips.34.15 (iv A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

διαγνωστικός: -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ διακρίνῃ, Λουκ. Ὀρχ. 74, κτλ.· ἡ διαγνωστική, ἡ τέχνη τοῦ διακρίνειν, διαγιγνώσκειν (ἀσθενείας), ὄνομα διδόμενον ὑπὸ μεταγενεστέρων συγγραφέων εἰς τὸ ἔργον τοῦ Γαληνοῦ περὶ πεπονθότων τόπων.