διαδοχικός
From LSJ
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
English (LSJ)
ή, όν,
A belonging to a philosophic school, τὰ δ. endowments, Olymp.in Alc.p.141 C., Suid. s.v. Πλάτων.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 patrimonial de una escuela filosófica subst. τὰ διαδοχικά los bienes de escuela σῴζονται τὰ διαδοχικὰ ... πολλῶν δημεύσεων γινομένων Olymp.in Alc.141, cf. Sud.π 1709.
2 adv. -ῶς sucesivamente, Disp.Phot.M.88.561A.