ἐθελοπονία

From LSJ
Revision as of 14:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source

German (Pape)

[Seite 718] ἡ, Liebe zur Arbeit, Arbeitsamkeit, Xen. Oec. 21, 6, l. d.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bonne volonté au travail, activité.
Étymologie: ἐθελόπονος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐθελοπονία: ἡ, τὸ ἐθελουσίως πονεῖν, πιθανὴ γραφ. ἀντὶ φιλοπονία ἐν Ξεν. Οἰκ. 21. 6.

Greek Monolingual

ἐθελοπονία, η (Α)
φιλοπονία.

Russian (Dvoretsky)

ἐθελοπονία:охота к труду, трудолюбие Xen.