κυκλοφορικῶς
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
French (Bailly abrégé)
adv.
d'un mouvement circulaire.
Étymologie: κυκλοφορέομαι.
Spanish
Russian (Dvoretsky)
κυκλοφορικῶς: кругообразно, по кругу (κινεῖσθαι Plut.).