παρασυνεργός
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
English (LSJ)
παρασυνεργόν, counteracting, opp. συνεργός, δύναμις Vett. Val.78.22.
Greek Monolingual
-όν, Α
αυτός που αντενεργει, που αντιδρά.