παγκτητικός
From LSJ
English (LSJ)
παγκτητική, παγκτητικόν, offull ownership, κυρεία Inscr.Perg.245 C46.
Greek Monolingual
παγκτητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παντελή κατοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + κτητικός (< κτητός < κτῶμαι].
Full diacritics: παγκτητικός | Medium diacritics: παγκτητικός | Low diacritics: παγκτητικός | Capitals: ΠΑΓΚΤΗΤΙΚΟΣ |
Transliteration A: panktētikós | Transliteration B: panktētikos | Transliteration C: pagktitikos | Beta Code: pagkthtiko/s |
παγκτητική, παγκτητικόν, offull ownership, κυρεία Inscr.Perg.245 C46.
παγκτητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παντελή κατοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + κτητικός (< κτητός < κτῶμαι].