παγκτητικός

From LSJ
Revision as of 11:40, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παγκτητικός Medium diacritics: παγκτητικός Low diacritics: παγκτητικός Capitals: ΠΑΓΚΤΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: panktētikós Transliteration B: panktētikos Transliteration C: pagktitikos Beta Code: pagkthtiko/s

English (LSJ)

παγκτητική, παγκτητικόν, offull ownership, κυρεία Inscr.Perg.245 C46.

Greek Monolingual

παγκτητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παντελή κατοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + κτητικός (< κτητός < κτῶμαι].