πάμφλεκτος

Revision as of 22:57, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, all-blazing, βωμοί S.Ant.1006; π. πῦρ Id.El.1139, Axionic.4.11.

German (Pape)

[Seite 455] ganz entflammt, ganz brennend; βωμοί, Soph. Ant. 1006; πῦρ, El. 1128, wie Axionic. bei Ath. VIII, 372 b.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout enflammé, tout ardent.
Étymologie: πᾶν, φλέγω.

Greek (Liddell-Scott)

πάμφλεκτος: -ον, πλήρης φλογῶν, ἢ ὁ τὰ πάντα κατακαίων, βωμοὶ Σοφ. Ἀντ. 1006 . π. πῦρ ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1139 . πυρὶ παμφλέκτῳ παραδώσω; Ἀξιόνικος ἐν «Φιλευριπίδῃ» 1. 11.

Greek Monolingual

πάμφλεκτος, -ον (Α)
1. αυτός που φλέγει, που κατακαίει τα πάντα
2. γεμάτος φλόγες («οὔτε παμφλέκτου πυρὸς ἀνειλόμην», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. εύ-φλεκτος].

Greek Monotonic

πάμφλεκτος: -ον (φλέγω), αυτός που κατακαίει τα πάντα, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

πάμφλεκτος: ярко пылающий (βωμοί, πῦρ Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάμφλεκτος -ον [πᾶς, φλέγω] aan alle kanten aangestoken.

Middle Liddell

πάμφλεκτος, ον, φλέγω
all-blazing, Soph.

English (Woodhouse)

blazing