προικοφόρος

Revision as of 09:49, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἡ, = dotata, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 725] Aussteuer bringend (?).

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
1. (το αρσ.) ο πατέρας που προικίζει τη νύφη
2. το θηλ. νύφη με προίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προίξ, -οικός + -φόρος].