προικοφόρος
From LSJ
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
Full diacritics: προικοφόρος | Medium diacritics: προικοφόρος | Low diacritics: προικοφόρος | Capitals: ΠΡΟΙΚΟΦΟΡΟΣ |
Transliteration A: proikophóros | Transliteration B: proikophoros | Transliteration C: proikoforos | Beta Code: proikofo/ros |
ἡ, dowered, that has a dowry, Lat. dotata, Glossaria.
[Seite 725] Aussteuer bringend (?).
ὁ, ἡ, Α
1. (το αρσ.) ο πατέρας που προικίζει τη νύφη
2. το θηλ. νύφη με προίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προίξ, -οικός + -φόρος].