πυρπόλημα

Revision as of 08:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ατος, τό, watch-fire, beacon, E.Hel.767.

German (Pape)

[Seite 824] τό, das Wachtfeuer, – das durch Feuer Verwüstete, Eur. Hel. 773.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ravage ou destruction par le feu.
Étymologie: πυρπολέω.

Greek (Liddell-Scott)

πυρπόλημα: τό, φρυκτωρία, πυρὰ χάριν τῶν πλεόντων, τὰ Ναυπλίου τ’ Εὐβοϊκὰ πυρπολήματα Εὐρ. Ἑλ. 767.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α πυρπολῶ
νυχτερινός πυρσός για αυτούς που ταξιδεύουν διά μέσου της θάλασσας.

Greek Monotonic

πυρπόλημα: -ατος, τό, σημάδι, σινιάλο από φωτιά, πυρσός, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πυρπόλημα: ατος τό сигнальный или сторожевой огонь Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρπόλημα -ατος, τό [πυρπολέω] wachtvuur, vuurbaken.

Middle Liddell

πυρπόλημα, ατος, τό, [from πυρπολέω
a watchfire, beacon, Eur.

English (Woodhouse)

beacon fire