πυρπολῶ

From LSJ

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό πυρπόλοςπῦρ + πολέω -ῶ (=περιφέρομαι), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη πῦρ.