σαρκοκήλη

Revision as of 11:29, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἡ, sarcocele, a fleshy excrescence on the testicles, cels.7.18.10, Poll.4.203, Gal.7.729.

German (Pape)

[Seite 863] ἡ, ein Fleischgewächs am Hodensacke, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκοκήλη: ἡ, πρήξιμον σκιρρῶδες περὶ τοὺς ὄρχεις, Πολύδ. Δ΄, 203, Γαλην.· ― σαρκοκηλικός, ὁ πάσχων ἐκ σαρκοκήλης, ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
μη χρησιμοποιούμενη πλέον ονομασία διογκώσεων ποικίλης φύσης τών όρχεων και της επιδιδυμίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + κήλη. Τη λ. δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, πρβλ. αγγλ. sarcocele].