σιδήρωσις
English (LSJ)
-εως, ἡ, iron-work, IG22.1672.205, Bito 49.7: in concrete sense, = σιδηρώματα, POxy.1208.14 (iii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
σῐδήρωσις: -εως, ἡ, ἐργασία σιδήρου, σιδηροῦν κατασκεύασμα, τὸ σιδηρώνειν, Βίτωνος Μηχαν. 107.
-εως, ἡ, iron-work, IG22.1672.205, Bito 49.7: in concrete sense, = σιδηρώματα, POxy.1208.14 (iii A.D.).
σῐδήρωσις: -εως, ἡ, ἐργασία σιδήρου, σιδηροῦν κατασκεύασμα, τὸ σιδηρώνειν, Βίτωνος Μηχαν. 107.