σιττύβαι
From LSJ
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
English (LSJ)
δερμάτιναι στολαί· τὰ μικρὰ ἱμαντάρια, Hsch.: cf. σίττυβα χιτὼν ἐκ δέρματος Poll.7.70; σίττυβα· δερμάτια, Phot.; σίττυβον τὸ μικρὸν δέρμα Hdn.Gr.1.378: cf. σίλλυβος.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: δερμάτιναι στολαί, τὰ μικρὰ ἱμαντάρια H. Further σίττυβα (pl.n.) χιτὼν ἐκ δερμάτων (Poll. 7, 70), σίττυβον τὸ μικρὸν δέρμα (Hdn. Gr. 1, 378) and σίττυβοι κροσσοί, ἱμάντες, θύσανοι (Phot., Eust.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Cf. Groželj, Živa Antika 5, 1955, 230.