συνδαίτης

Revision as of 09:29, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ου, ὁ, = συνδαίτωρ, Luc.Ep.Sat.36; fem. voc. σύνδαιτι, Orph.H.55.10.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
commensal, hôte.
Étymologie: σύν, δαίνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

συνδαίτης: -ου ὁ. = συνδαίτωρ, Λουκ. Ἐπιστ. Κρον. 36· θηλ. κλητ. σύνδαιτι, Ὀρφ. Ὕμν. 55. 10.

Greek Monolingual

ὁ, και τ. θηλ. στην κλητ. σύνδαιτι Α
ο συνδαιτυμόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -δαίτης (< δαίομαι «τρώγω»), πρβλ. λαιμο-δαίτης].

Greek Monotonic

συνδαίτης: -ου, ὁ, = συνδαίτωρ, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνδαίτης -ου, ὁ zie συνδαίτωρ.

Russian (Dvoretsky)

συνδαίτης: ου ὁ Luc. = συνδαίτωρ.

Middle Liddell

συν-δαίτης, ου, ὁ, = συνδαίτωρ, Luc.]