δαίτης
From LSJ
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
English (LSJ)
δαίτου, ὁ, priest who divided the victims, E.Fr.472.12.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
distribuidor, repartidor en el banquete, dud. E.Fr.472.12 (pero cf. δαίτη), Hsch.s.u. δαίτας.
Greek Monolingual
δαίτης, ο (Α)
ο ιερέας που κομματιάζει τα σφάγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίομαι (βλ. δαίω ΙΙ).
ΣΥΝΘ. γεωδαίτης
αρχ.
αγριοδαίτης, ισοδαίτης, κρεοδαίτης, κρεωδαίτης, λαγοδαίτης, ξενοδαίτης, συνδαίτης, τεκνοδαίτης, χρηματοδαίτης.