συνεστηκότως
English (LSJ)
Adv., (συνίστημι) in a constrained way, σ. ἔχειν Arist.Pol.1340b1.
French (Bailly abrégé)
adv.
fermement.
Étymologie: συνεστηκώς.
Greek (Liddell-Scott)
συνεστηκότως: Ἐπίρρ., σταθερῶς, σοβαρῶς, σ. ἔχειν Ἀριστ. Πολιτ. 8. 5, 22.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με σταθερότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συνεστηκώς, -ότος του συνίσταμαι].
Greek Monotonic
συνεστηκότως: επίρρ. από μτχ. παρακ. του συνίστημι, σίγουρα, σταθερά, σοβαρά, σε Αριστ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνεστηκότως, adv. van het ptc. perf. intrans. bij συνίσταμαι ( συνίστημι ), ingehouden, ingetogen.
Russian (Dvoretsky)
Middle Liddell
steadfastly, gravely, Arist.