стойко
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
Russian > Greek
γενναίως, παρατεταγμένως, ἐρρωμένως, εὐκαρδίως, τλημόνως, ἀπαραχωρήτως, ἐμπέδως, συνεστηκότως, ἐναισίμως, καρτερούντως, παραστατικῶς, ταλαύρινον, ἐμβριθῶς, ἐμμελῶς, ἐμμελέως, στερρῶς, καρτερικῶς