σφαιροπαίκτης

Revision as of 17:10, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ου, ὁ, ball-player, juggler, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

σφαιροπαίκτης: -ου, ὁ, ὁ σφαιροπαικτῶν, σφαιριστής, Γλωσσ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 270.

Greek Monolingual

ὁ, Α
σφαιριστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + παίκτης (< παίζω), πρβλ. οργανοπαίκτης.

German (Pape)

ὁ, Ballspieler, Gloss.