φυγόπατρις
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
ιδος, ὁ, ἡ, fugitive from one's country, Cat.Cod.Astr.2.198.
Greek Monolingual
-άτριδος, ὁ, ἡ, Α
φυγάς, εξόριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο (< θ. φυγ- του αορ. β' ἔ-φυγ-ον του ρ. φεύγω) + -πατρίς (< πατρίς, -ίδος), πρβλ. μισό-πατρις, φιλόπατρις.