χαμαιτύπη

Revision as of 11:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ἡ, harlot, whore, strumpet, prostitute, Timocl.22.2, Men.879, Sam.133, Theopomp.Hist.217 codd.Ath. (χαμαιτύπους codd. Plb.), Phld.Rh.1.236S., Ph.2.48, Plu.2.5b.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
prostituée.
Étymologie: χαμαί, τύπτω.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαιτύπη: [ῡ], ἡ, κοινὴ πόρνη, ὅσον τὸ μεταξὺ μετὰ κορίσκης ἢ μετὰ χαμαιτύπης τὴν νύκτα κοιμᾶσθαι, βαβαὶ Τιμοκλῆς ἐν «Μαραθωνίοις» 1, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 294, Θεόπομ. παρ’ Ἀθην. 260F (φέρεται ἀρσεν. χαμαιτύπους παρὰ Πολυβ 8. 11, 11), πρβλ. Wyttenb. Πλούτ. 2. 5Β, «χαμαιτύπη, οὐ χαμαιτυπίς, δηλοῖ δὲ τὴν ἄδοξον καὶ εὐτελῆ πόρνην» Θωμ. Μάγιστρ. 910.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
πόρνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -τύπη, άλλος τ. του -τύπος (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. λα-τύπη].

Greek Monotonic

χᾰμαιτύπη: [ῠ], ἡ (τύπτω), πόρνη.

Russian (Dvoretsky)

χᾰμαιτύπη: (ῠ) ἡ публичная женщина Plut.

Middle Liddell

χᾰμαι-τύ¯πη, ἡ, τύπτω
a harlot.