χαρίτερπνος
From LSJ
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
English (LSJ)
[ῐ], η, ον, delightsome, Epic.Alex.Adesp.9 iii 5.
Greek Monolingual
-ον, Α
ευχάριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις + τερπνός.